κλυτᾶν

κλυτᾶν
κλυτός
renowned
masc/fem gen pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλυτάν — κλυτά̱ν , κλυτός renowned fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυτός — ή, ό (AM κλυτός, ή, όν, Α θηλ. και κλυτός) [κλύω] περίφημος, ένδοξος, ονομαστός (α. «κλυτόν ἀμφ Ὀδυσσῆα», Ομ. Οδ. β. «κλυτάν ὡς ἀμφέπεις Ἰταλίαν», Σοφ.) αρχ. 1. (για ζώο) καλοθρεμμένο, ωραίο («ἤμελγε κλυτὰ μῆλα» άρμεγε ευτραφή πρόβατα, Σοφ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • εφορώ — (ΑΜ ἐφορῶ, άω) επιβλέπω, εποπτεύω, παρατηρώ νεοελλ. αστρολ. έρχομαι σε αντιστοιχία αρχ. 1. (για τον ήλιο) επιβλέπω, κοιτάζω από πάνω 2. (για θεούς ή για τη θεία πρόνοια) προσέχω, παρακολουθώ 3. επισκέπτομαι («ἐποψόμενος δαῑτα κλυτάν» για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”